- περιττωματικαί
- περισσωματικαί , περισσωματικόςof the nature offem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιττωματικός — ή, ό / περιττωματικός, ή, όν, ΝΜΑ, και περισσωματικός, ή, όν, ΜΑ [περίττωμα, ατος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα περιττώματα αρχ. (για πρόσ. ή ζώο) αυτός που έχει ή εκκρίνει άφθονα περιττώματα (α. «αἱ γυναίκες περιττωματικαὶ μᾱλλον», Αριστοτ … Dictionary of Greek